Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

 

ΑΝΑΛΦΑΒΗΤΙΣΜΟΣ

Κείμενο 1:  Σε ύψη ρεκόρ την περίοδο της κρίσης η πρόωρη σχολική εγκατάλειψη

Την ώρα που οι Ευρωπαίοι Συνήγοροι του Παιδιού ζητούν ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση για όλα τα παιδιά, το αυτονόητο δηλαδή, η πρόωρη σχολική εγκατάλειψή του στη χώρα μας σημειώνει ύψη ρεκόρ την περίοδο της κρίσης.

Συγκεκριμένα, περισσότεροι από ένας στους τέσσερις νέους ηλικίας 20-24 ετών, ποσοστό 26,1%, βρίσκονταν εκτός εκπαίδευσης, απασχόλησης ή κατάρτισης το 2015, ποσοστό ελαφρώς μειωμένο σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές της κρίσης που έφτασε και σχεδόν τον έναν στους τρεις νέους (31,3% το 2013).[…]

Από τα στοιχεία της Eurostat προκύπτει ακόμη ότι οι περισσότεροι από τους μισούς νέους ηλικίας 20-24 εκτός εκπαίδευσης, απασχόλησης ή κατάρτισης σε ποσοστό 54,1% έχουν ολοκληρώσει μόνο την υποχρεωτική εκπαίδευση, είναι δηλαδή απόφοιτοι Γυμνασίου, χωρίς απολυτήριο Λυκείου, ενώ οι περιφέρειες στην Ελλάδα με ποσοστά νέων 18-24 ετών χωρίς εφόδια που ξεπερνούν ακόμη και τον ελληνικό μέσο όρο (23,7%) έναντι 15,8% του κοινοτικού είναι η Στερεά Ελλάδα με το αποκαρδιωτικό 42,8%, τα Ιόνια νησιά (38%), το Νότιο Αιγαίο (37,4%), η Πελοπόννησος (35,4%), η Θεσσαλία (33%), το Βόρειο Αιγαίο (30%), η Ανατολική Μακεδονία/Θράκη και Δυτική Μακεδονία, δηλαδή οι 8 από τις 15 περιφέρειες της χώρας, δίνοντας έτσι άλλη μια εικόνα της διάστασης του προβλήματος των νέων που ενηλικιώνονται χωρίς εφόδια, γνώσεις και δεξιότητες.

Κατά τα άλλα, ο στρατηγικός στόχος στην Ε.Ε. είναι ότι το ποσοστό των ατόμων που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση και την κατάρτιση θα πρέπει να είναι μικρότερο του 10% το 2020.

Χαμηλές επιδόσεις, εργασία, λόγοι υγείας ή κοινωνικά και οικογενειακά προβλήματα; Ανεξάρτητα από τους λόγους που οδηγούν στη σχολική διαρροή, «επειδή δεν είναι ένα μονοδιάστατο φαινόμενο και ακολουθεί τους νέους σε επόμενα στάδια του κύκλου ζωής τους είναι σημαντικό να προλαμβάνεται», μας λέει ο ερευνητής που επισημαίνει την αναγκαιότητα χάραξης πολιτικής για την αντιμετώπισή του.

Ιωάννα Σωτήρχου, Εφημερίδα των Συντακτών, 27-10-2016, http://www.efsyn.gr/arthro/se-ypsi-rekor-tin-periodo-tis-krisis-i-proori-sholiki-egkataleipsi (απόσπασμα)

Κείμενο 2: Οι επιπτώσεις του αναλφαβητισμού

Τα αναλφάβητα άτομα αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες τόσο σε καθημερινές δραστηριότητες (κατανόηση εγγράφων, λογαριασμών, πινακίδων κ.ά.) και στην επαγγελματική τους ζωή, όσο και στις σχέσεις τους με το κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Αρχικά, το άτομο απομακρύνεται από τους γύρω του και αποξενώνεται, καθώς νιώθει μειονεκτικά. Στη συνέχεια, νιώθει αδύναμο όσον αφορά στην ενημέρωσή του, αλλά και εξαρτημένο από τους γύρω του, αφού χρειάζεται μονίμως τη βοήθειά τους και συχνά γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Επιπλέον, το άτομο έχει σαφώς λιγότερες επαγγελματικές ευκαιρίες από κάποιον μορφωμένο και έτσι αυτομάτως εντάσσεται σε μια «κατώτερη» κοινωνική ομάδα.

Επιπρόσθετα, όσον αφορά στον πνευματικό τομέα, σίγουρα το αναλφάβητο άτομο γνωρίζει λιγότερα, άρα σκέφτεται διαφορετικά και έχει περιορισμένη αντίληψη του κόσμου. Η κοινωνία για τον αναλφάβητο παύει να είναι δημοκρατική, αφού ο ίδιος δεν μπορεί να ενημερωθεί, να γνωρίσει τα πολιτικά προγράμματα και άρα να επιλέξει ορθά ή να αντιδράσει στην οποιαδήποτε πολιτική απόφαση. Τέλος, δεν έχει σαφή αντίληψη των ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ενώ δυσχεραίνεται και η ομαλή ένταξή του στο κοινωνικό σύνολο.

Εξάλλου, το πρόβλημα της σχολικής διαρροής και κατά συνέπεια του αναλφαβητισμού αποκτά ιδιαίτερη σημασία, επειδή επηρεάζει αρνητικά περισσότερο τους φτωχούς μαθητές που ανήκουν στις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού και τους εμποδίζει να εξελιχθούν κοινωνικά. Όμως, η μη ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης δυσχεραίνει ακόμη και την ενσωμάτωση των ατόμων στην αγορά εργασίας. Αποτέλεσμα είναι η ελλιπής αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου, γεγονός που συσχετίζεται με την οικονομική δυσπραγία των κοινωνιών. Επιπλέον, ο αναλφαβητισμός οδηγεί στην περιθωριοποίηση και κατά συνέπεια στον κοινωνικό αποκλεισμό και είναι μια ένδειξη καταπάτησης των βασικών δικαιωμάτων του ατόμου, ενώ συνάμα θέτει σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή.

Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι το πρόβλημα του αναλφαβητισμού είναι μεγάλο, τόσο σε έκταση όσο και σε βάθος, επειδή αποτελεί τροχοπέδη στην πρόοδο ενός λαού σε οικογενειακό, επαγγελματικό, οικονομικό και κοινωνικό-πολιτιστικό επίπεδο. Επιβραδύνει την τεχνολογική χειραφέτηση και αναστέλλει την οικονομική ανάπτυξη, διευρύνοντας το χάσμα μεταξύ των αναπτυσσόμενων και αναπτυγμένων χωρών. Καλλιεργεί τον κοινωνικό αποκλεισμό, προάγει την εργασιακή εκμετάλλευση, ενώ δρα θετικά στην αναζωπύρωση του ρατσισμού. Τέλος, δεν ευνοεί σε καμία περίπτωση την πλήρη ανάπτυξη της προσωπικότητας.

Σ. Ρούσσος κ.α.(χ.χ). Έρευνα Παν. Πελοποννήσου. Πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις της σχολικής διαρροής σε τοπικό επίπεδο. Ζητήματα συμμετοχής σε πολιτικούς θεσμούς και ένταξης στην αγορά εργασίας, 20-21. Από το διαδίκτυο. (διασκευή).

  Θέμα Α: Να αναφέρετε συνοπτικά (60-70 λέξεις) τις απόψεις του συντάκτη του 2ου κειμένου για τις επιπτώσεις του αναλφαβητισμού.  Μονάδες 15

Θέμα Β1

Να επαληθεύσετε ή να διαψεύσετε, τις παρακάτω διαπιστώσεις, γράφοντας δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί σε κάθε πρόταση, τη λέξη Σωστό, αν η πρόταση είναι σωστή, ή τη λέξη Λάθος, αν η πρόταση είναι λανθασμένη. Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας με αναφορές στο κείμενο.

α. Το ποσοστό των νέων που εγκαταλείπουν το σχολείο έχει αυξηθεί μετά το 2013 (κείμενο 1).

β. Οι περισσότεροι νέοι εγκαταλείπουν το σχολείο μετά το γυμνάσιο (κείμενο 1).

γ. Το μεγαλύτερο ποσοστό της σχολικής διαρροής παρατηρείται στα νησιά του Ιονίου (κείμενο 1).

δ. Οι αναλφάβητοι μπορεί να αντιμετωπίζουν ποικίλα προβλήματα, δεν έχουν όμως θέμα με την ενημέρωση (κείμενο 2).

ε. Η πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου δεν σχετίζεται με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας των μαθητών (κείμενο 2).                                                                    Μονάδες 10

Θέμα Β2  Κείμενο 2

Α. οικονομική δυσπραγία, τροχοπέδη στην πρόοδο ενός λαού, τεχνολογική χειραφέτηση, αναζωπύρωση του ρατσισμού (κείμενο 2)να αποδώσετε τη σημασία των υπογραμμισμένων λέξεων και φράσεων μονολεκτικά ή περιφραστικά επιδιώκοντας το ύφος να γίνει απλούστερο (μονάδες 9).

Β. «Εξάλλου … κοινωνική συνοχή» (κείμενο 2, 3η παράγραφος):  να εντοπίσετε τις λέξεις που εξασφαλίζουν τη συνοχή μεταξύ των περιόδων και να τις αντικαταστήσετε με άλλες συνώνυμες λέξεις ή εκφράσεις που θα κάνουν το ύφος του κειμένου λογιότερο. (μονάδες 6)

Θέμα Β3  Κείμενο 1 και 2

Να συγκρίνετε τα κείμενα 1 και 2 ως προς το ύφος και την πρόθεση των συντακτών τους. Ποιο από τα δύο πιστεύετε ότι ευαισθητοποιεί περισσότερο τον αναγνώστη στο ζήτημα του αναλφαβητισμού; Σε κάθε περίπτωση να απαντήσετε με αναφορές στα κείμενα. (μονάδες 15)

Θέμα Δ

Αντλώντας στοιχεία από τα κείμενα 1 και 2 να παρουσιάσετε σε ένα επιχειρηματολογικό  κείμενο (δικής σας επιλογής) 300-400 λέξεων τους παράγοντες που οδηγούν σε   πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου στη χώρα μας.

(μονάδες 30)

Επιμέλεια: Ειρήνη Παξιμαδάκη

 

 ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ (1867-1951)


Τα θηλυκά του Μουζά (απόσπασμα)

Το πρώτο σχέδιο του Παύλου Μουζά, τότε που παντρεύτηκε -τον Απρίλη του 1871- ήταν να κάμει ένα παιδί αρσενικό και... να κλείσει τη φάμπρικα. Έπειτα όμως συλλογίστηκε: «Καλά· κι αν τύχει και το χάσω, όταν η γυναίκα μου δε θα μπορεί να μου κάνει άλλο;». Ο φόβος αυτός εύλογος, μα την αλήθεια, τροποποίησε το πρώτο σχέδιο. Δυο γιους θα ‘κανε, δυο και θα σταματούσε έτσι για κάθε ενδεχόμενο. Η περιουσία, δόξα σοι ο Θεός, ήταν αρκετή για να μοιραστεί σε δυο. Έπειτα οι γιοι θα ‘παιρναν και προίκες...
 Το πρώτο παιδί που του έκαμε η Στέλλα, ήταν θηλυκό. Ένας κοπέλαρος που τρόμαζε και την μαμμή την ίδια.
 Του ξυνοφάνηκε του Μουζά —δεν μπορούμε να πούμε— του ξυνοφάνηκε πολύ...
Γρήγορα όμως παρηγορήθηκε. Κι είπε γενναία: «Δεν πειράζει! Το δεύτερο και το τρίτο θα ‘ναι σερνικά!».
 Μα και το δεύτερο —ύστερ’ από δεκατρείς μήνες— ήταν θηλυκό! Κι εύρωστο, γερό, μεγαλόσωμο, σαν το πρώτο. Ούτε πως θα πέθαινε δεν μπορούσε να ‘χει την ελπίδα ο πατέρας!
 Το πράγμα ήταν τώρα σοβαρό. Καταντούσε πρόβλημα μεγάλο! Τι να κάμει ο Μουζάς; Να πάρει την απόφασή του, να δεχθεί την καταδίκη του, να σταματήσει στα δυο θηλυκά, να κλείσει τη φάμπρικα; Ή να δοκιμάσει και το τρίτο;
 Διάβολε, γιατί όχι; Επιτέλους μπορεί κι ο Θεός να τον λυπόταν.... Για την εκκλησία πάλι θα πεις; Ας διορθωθεί κι η εκκλησία, να τελειώσει κι αυτό το ζήτημα! Σπουδαίο, βλέπεις!...
 Κι ο Μουζάς — χωρίς βέβαια να δώσει λογαριασμό σε κανένα — έκραξε μαστόρους, ξέσυρε τα κεραμίδια της εκκλησούλας, την έβαψε απόξω, τη σιγύρισε από μέσα και τη λειτούργησε τρεις φορές κατά σειρά. Χαλάλι του το έξοδο, αν ήταν να του στείλει μ’ αυτό ο Θεός το γιο και τη σωτηρία! Κι η φάμπρικα ξανάνοιξε. Ή του ύψους τώρα ή του βάθους!... Μα ωχ, δυστυχία του!
 Ούτε η μαμμή δεν κοτούσε —αν και συνηθισμένη σε τέτοιες φουρτούνες— να μπει στο μετζάο που περίμενε με αγωνία ο Μουζάς και να του δώσει τέτοια είδηση. Μα θα ‘ταν κάτι φοβερό! Δειλά-δειλά η κακομοίρα παρουσιάστηκε στην πόρτα.
- Ε! της φωνάζ’ ευθύς ο πατέρας. Σερνικό;
- «Όχι», του έγνεψε η μαμμή.
- Θηλυκό πάλι; την ξαναρώτησε, χαμηλώνοντας τη φωνή και σουφρώνοντας το μέτωπο.
- «Όχι!», του έγνεψε πάλι.
- Αμή τι διάολο, έκαμε; θύμωσε ο Μουζάς, Σερνικοθήλυκο;
- Δύο... αφέντη μου!... δυο θηλυκά!
- Δύο;!
- Ναίσκε... δίδυμα, μία χαρά και τα δύο!...
 Όρμισε να την πνίξει. Την έβρισε που δεν τα ‘πνιξε τα βρωμοθήλυκα. Δεν επάτησε στην κάμαρα να τα ιδεί για μέρες. Σιχάθηκε και τ’ άλλα δυο. Εμίσησε και τη γυναίκα του, την αγαπημένη του Στέλλα. Μετάνιωνε που δεν επήρε μια άσχημη πλούσια που του προξένευαν τότες και που, παντρεμένη τώρα, είχε κάνει δυο αρσενικά στην αράδα. 
«Καλά να πάθω», είπε, «αφού ήθελα την όμορφη». Τα ‘βαλε με το Θεό, τον πλεονέχτη κι άφησε πάλι την εκκλησία στην τύχη της. Κοντολογίς. Ο Παύλος ο Μουζάς, με το εκατομμύριο και παραπάνω τώρα έγινε ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος του τόπου.
 Μα για φαντασθείτε το, εκεί που περίμενε δυο γιους, να κάμει τέσσερες θυγατέρες!... Πάει τώρα! Και το μοίρασμα της περιουσίας σε ξένους και το ξεκλήρισμα αναπόφευκτο. Γιατί βέβαια που δε θα ‘κανε κι άλλη δοκιμή. Μωρέ να χαλούσε ο κόσμος!... Αλλά πόσες φορές λογαριάζει κανείς χωρίς τον ξενοδόχο!....
 Εκείνο τον καιρό - τρεις μήνες ύστερ’ από τη γέννα των δίδυμων - η Στέλλα του Μουζά έτυχε να γνωρίσει μια γυναίκα του λαού, λίγο γιάτρισσα, λίγο μάισσα και λίγο πλύστρα στ’ Αργάσι. Αγουστίναινα τη λέγανε αυτή την αλλόκοτη γυναίκα. Είχε πάει στο σπίτι του Μουζά, συστημένη, να πάρει να τους πλύνει ρούχα. Και μαθαίνοντας από τη δούλα το σεκλέτι της κυράς, της μήνυσε πως αν ήθελε, αυτή ήξερε να την κάνει να γεννήσει αρσενικό. Σίγουρα πράματα, όχι λόγια του αέρα. Ένα μικρό τιποτένιο «μαγικό» θα της έκανε και θα της έδινε να πάρει έν’ αθώο γιατρικό. Τίποτ’ άλλο. Και δεν ήθελε παρά πέντε κολονάτα — πολλά ήτανε; — που μάλιστα δε θα της τα δίνανε μπροστά, παρ’ αφού θα γεννιόταν το πολυπόθητο.
 Η Στέλλα, για γούστο, για να γελάσουν, τα είπ’ όλ’ αύτά του άντρός της. Και — θα το πιστέψετε; — Ο Μουζάς ο προληπτικός σκανδαλίστηκε.
Καμιά φορά... αυτές οι γυναίκες... ξέρει κανείς τι να πει;... Μυστήρια! ... Και γελώντας είπε
- Ο Θεός δε μας έκανε τίποτε. Ας ιδούμε τώρα μη μας κάμει ο διάολος!
 Έτσι εξουσιοδότησε τη γυναίκα του να κάμει όπως θα την οδηγούσε η Αγουστίναινα. Κι η φάμπρικα ξενάνοιξε. Μα ούτε ο διάολος - αλίμονο - δεν έκαμε περισσότερ’ από το Θεό. Κι η τετάρτη γέννα της Στέλλας ήταν σαν τις άλλες. Τέσσερα κι ένα; Πέντε, τα βρωμοθήλυκα - πέντε σωστά.
- Πού είναι τη!... ξεφώνιζε για μέρες ο Μουζάς. Πού είναι εφτούνη η Αγουστίναινα... να της μετρήσω τα πέντε κολονάτα! Μα δε θα ‘ρθεί; Μα δεν θα την ιδώ;
 Επιτέλους η Αγουστίναινα πήγ’ ένα πρωί, φορτωμένη το σακί με τα ρούχα που ‘χε πάρει λίγο πριν τη γέννα. Ο Μουζάς ήταν εκεί και την είδε, την έστρωσε στις βρισιές, της έψαλε όσα σέρνει η σκούπα.
 Στο ύστερο, φρενιασμένος, άρπαξε το σακί και της το ‘φερε στο κεφάλι. Και της είπε να μην ξαναπατήσει στο σπίτι του, να μην την ξαναϊδεί στα μάτια του την πίξα την δίξα, τη μάισα του διαόλου, γιατί θα τη σκότωνε.

 (Ανθολογία Νεοελληνικού διηγήματος, τ. Β΄, Αναγέννηση-Φιλολογική)

κοτούσε: τολμούσε
μετζάο και μεντζάδο: ημιώροφος
σεκλέτι: στενοχώρια, καημός
κολονάτα: ισπανικά αργυρά νομίσματα

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

 

Γεώργιος Βιζυηνός

Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου  Γ. Βιζυηνός, «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» (ολόκληρο το διήγημα) [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]  Γ. Βιζυηνός, «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» (ψηφιοποιημένη έκδοση του διηγήματος) [πηγή: Ανέμη. Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών]

(απόσπασμα)

ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ αυτό ο Βιζυηνός περιγράφει την εναγώνια αγάπη της μητέρας για τον ξενιτεμένο της γιο και την οδύνη και την απελπισία της για τον ανεξήγητο θάνατο του άλλου της γιου. Η επιστροφή του ξενιτεμένου γλύκανε κάπως τον καημό της, αλλά δεν ήταν δυνατό να εξαλείψει τη διάθεσή της για εκδίκηση. Όλες όμως οι προσπάθειές της να βρεθεί και να τιμωρηθεί ο φονιάς ήταν άκαρπες και η μητέρα εξορκίζει τα παιδιά της να μην αφήσουν τον αδελφό τους ανεκδίκητο.

Στη φάση αυτή της ιστορίας εμφανίζεται η Τουρκάλα με το γιο της τον Κιαμήλη (το γεγονός περιγράφεται λεπτομερειακά στο απόσπασμά μας), που προσφέρεται να βοηθήσει και τους φιλοξενεί στην πρωτεύουσα, όσο κρατάνε οι αναζητήσεις για την ανακάλυψη του φονιά. Όμως και οι προσπάθειες αυτές δεν φέρνουν αποτέλεσμα. Το μυστήριο τέλος διαλευκαίνεται, όταν ο Κιαμήλης αφηγείται στο Γιωργή (το συγγραφέα) ότι σκότωσε επιτέλους το βρυκόλακα που δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Τι είχε συμβεί; Ο Κιαμήλης, αν και ήταν βέβαιος πως είχε σκοτώσει το φονιά του αδελφοποιτού του, τον ταχυδρόμο Χαραλάμπη, τον έβρισκε διαρκώς μπροστά του και αποφάσισε να απαλλαγεί από το φάντασμα. Στη συνέχεια της αφήγησης αποκαλύπτεται ότι ο ταχυδρόμος τον οποίο σκότωσε ο Κιαμήλης δεν ήταν ο Χαραλάμπης αλλά ο Χρηστάκης που τον είχε αντικαταστήσει εκείνες τις μέρες στη δουλειά. Η αποκάλυψη είναι τρομερή και ο Κιαμήλης χάνει τα λογικά του. Παρακαλεί το συγγραφέα να μην το πει στη μητέρα του και όταν αποφυλακίζεται, γίνεται, για να εξιλεωθεί, άβουλος και άφωνος δούλος της και αφοσιώνεται στη δούλεψή της.

Ο μη γνωρίσας την αγαθότατην ταύτην μητέρα προ του θανάτου του υιού της, θα την εκλάβη ίσως ως γυναίκα τραχέος και σκληρού χαρακτήρος, αφού εγώ αυτός* εδυσκολευόμην πλέον να ανεύρω εν αυτή την άπειρον εκείνην φιλανθρωπίαν, ήτις την έκαμνε να φείδηται* και να συμπονεί και αυτήν την άψυχον φύσιν, και ως εκ της οποίας δεν υπέφερε να ίδει ουδέ μίαν όρνιθα σφαζομένην. Διότι ναι μεν, εκδίκησιν λέγουσα, ηννόει κυρίως “δικαιοσύνην”. Αλλά την δικαιοσύνην ταύτην δεν ηννόει άνευ προσωπικής αυτής ικανοποιήσεως προσμετρουμένην μόνον υπό της απαθούς χειρός του νόμου.

— Να τον ιδώ κρεμασμένον, έλεγε, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερα ας αποθάνω!

Τόσον φρικαλέως επιθυμητή εφαίνετο η εκδίκησις εις την φιλοστοργίαν της φυσικής και αμορφώτου γυναικός!

Τα ψυχρά της επιστήμης σκέμματα*, δι' ων εδοκίμαζον ενίοτε να καταπραΰνω τας ορμάς της θερμής αυτής καρδίας, εξητμίζοντο πριν φθάσωσι τον σκοπόν αυτών, ως μικραί σταγόνες ύδατος, όταν πίπτωσιν επί σφοδρώς φλεγόμενης καμίνου. Ούτω και κατ' εκείνην την ημέραν. Όταν μετά μακράν διδαχήν περί της θέσεως των ατόμων απέναντι της δημοσίου δικαιοσύνης, της υπεσχέθην ότι θα κινήσω πάντα λίθον προς εύρεσιν και τιμωρίαν του κακούργου:

— Ναι! είπε, μετά τίνος αγρίας εντρυφήσεως*. Να τον ιδώ κρεμασμένο, να τραβήξω το σχοινί του, και ύστερ' ας πεθάνω!

Αλλ' αίφνης εκρούσθη η θύρα, και, μετά προφανούς δυσαρεσκείας είδε την καταξύριστον μορφήν του υπηρέτου ευσεβάστως παρακύπτουσαν* όπισθεν του θυροφύλλου.

— Τι τρέχει, Λουή; τον ηρώτησα εισερχόμενον.

— Μία Τούρκισσα, απήντησεν υποκλινόμενος προ της συνωφρυωμένης* μητρός μου, μία Τούρκισσα προς επίσκεψιν.

Προς επίσκεψιν ημών; Δεν είναι δυνατόν! Θα έχεις λάθος, Λουή, πήγαινε! Δεν γνωρίζομεν καμμίαν Τούρκισσαν. Αλλ' ενώ τον απέπεμπον ούτω, χάριν της μητρός μου, ηκούσθη ταραχή εν τω διαδρόμω και φωναί ως εριζόντων*. Ο Λουής υπεκλίθη εκ νέου όσον οίον τε βαθέως, όπως με πείσει, ότι ημείς ήμεθα οι ζητούμενοι. Αλλ' αίφνης η θύρα ανοίγει μετά φοβερού πατάγου, ωθήσασ' αυτόν να πέσει κατακέφαλα, ενώ μία γραία, σχεδόν απερικάλυπτος Οθωμανίς ερρίπτετο εις τους πόδας της μητρός μου, μετά λυγμών και δακρύων. Φαίνεται ότι οι έξω υπηρέται τη εκώλυον την είσοδον και εκ της απελπισίας αυτής εβίασε την θύραν. Ο εμβρόντητος Λουής επρόφθασε να συνέλθει και εκδιώξει διά λακτισμών τον δειλώς ακολουθούντα αυτήν υψηλότατον λευκοσάρικον* «σοφτάν»*, αλλ' ο αδελφός μου, παρεμβάς, ως τον είδεν, επέπληξε τον υπηρέτην και εισήγαγε μετά μεγάλης χαράς τον ισχνόν και λευκόχλωμον εκείνον Τούρκον, ως εάν ήτον ο οικειότατος αυτώ φίλος.

— Είναι ο Κιαμήλης μας, είπεν, επιδεικτικώς προς εμέ, και αυτή θα είναι η μητέρα του!

Η μήτηρ μου μόλις και μετά βίας, απαλλαγείσα των περιπτυγμών* της Οθωμανίδος, ητένισεν υψηλά προς την συμπαθητικήν του σοφτά μορφήν μετά παραδόξου στοργής, και:

— Εσύ είσαι Κιαμήλη, παιδί μου; τον ηρώτησε. Και πώς είσαι; Καλά; Καλά; Δεν σ' εγνώρισα με αυτή την φορεσιά σου!

Ο Τούρκος έσκυψε μετά δακρύων εις τους οφθαλμούς και λαβών εφίλησε την άκραν του φορέματός της.

- Ο Θεός πολλά καλά να σε δίνει, Βαλινδέ!* είπε. Μέρα νύχτα παρακαλώ να κόβει από τα χρόνια μου να βάζει στα δικά σου.

Η μήτηρ μου εφαίνετο υπερβολικά ευχαριστημένη· ο Μιχαήλος επήγε να τα χάσει από την χαράν του, απευθύνων μυρίας ερωτήσεις και περιποιήσεις πότε εις τον ισχνοτενή εκείνον πρασινορασοφόρον και πότε εις την μητέρα του. Μόνον εγώ και ο Λουής ιστάμεθα άφωνοι και ενεοί.* Επί τέλους λαβών τον αδελφόν μου κατά μέρος:

— Έλα, άφησε τα γέλια σου, λέγω, και ειπέ μου τι συμβαίνει εδώ πέρα; Τι σας είναι αυτοί;

— Τώρα θα σε το πω, είπεν ο αδελφός μου γελών έτι περισσότερον. Τώρα θα σε το πω. Πήγαινε, Λουή! δυο καφέδες γρήγορα! Μα κοίταξε, να μην τους κάμεις πάλε σαν τα φράγκικά σου τ' αποπλύματα! Α-λα-τούρκο, και χωρίς ζάχαρη! Ακούς;

Και ταύτα λέγων εισήλθε μετ' εμού εις το προσεχές δωμάτιον.

— Αυτός είναι ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνες εις το σπίτι μας, και αυτή είναι η μάνα του, που ήλθε τώρα να της πει το σπολλάτη!* είπεν ο αδελφός μου, γελάσας προς μεγάλην μου έκπληξιν.

— Ένας Τούρκος, που τον εγιάτρευεν η μητέρα εφτά μήνας! Και από πότε έγινεν η μητέρα νοσοκόμος των Τούρκων; ηρώτησα εγώ συνωφρυωμένος εξ αγανακτήσεως.

Πρέπει να σημειώσω, ότι ο Μιχαήλος εσυνήθιζε ν' αστεΐζηται επί των αδυναμιών της μητρός ημών, τόσω μάλλον ασμένως*, όσω μάλλον αγογγύστως και προθύμως τας επλήρωνεν εκ του ιδίου του βαλαντίου. Τίποτε δεν τον ηυχαρίστει τόσον, όσον να μιμήται την μητέρα μας, δρώσαν υπό την επήρειαν αδυναμίας τινός, της οποίας τα στοιχεία παρεμόρφου επί το κωμικώτερον κατά τρόπον όλως ίδιον αυτώ.* Η ανοχή της καλής μητρός, ήτις εγέλα και αυτή, οσάκις τον ήκουεν, ερρίζωσεν εν αυτώ έτι μάλλον* την κακήν ταύτην συνήθειαν. Διά τούτο, όταν με είδεν αγανακτούντα επί τω ακούσματι:

— Άκουσε να σε πω, μου είπεν. Αν εννοείς να τα έχεις έτσι κατεβασμένα, δεν σε λέγω τίποτε. Θα μου χαλάσεις την ιστορία. Κάλλιο να την αφήσουμε μίαν άλλην ημέρα, για να γελάσεις και συ με την καρδιά σου, να γελάσει κι η μητέρα κομμάτι, που τόσες ημέρες δεν εγέλασεν ακόμη με τα σωστά της, η καημένη.

— Έλα! τω είπον τότε. Η μητέρα φαίνεται πολύ ευχαριστημένη από την επίσκεψιν, και είναι όλως διόλου ενασχολημένη με τους Τούρκους της, που δεν ημπορώ να χωνέψω. Ώσπου να πιουν τον καφέ τους και να μας ξεφορτωθούν, ειπέ μου την ιστορία.

— Άκουσε λοιπόν, μοι είπεν. Ηξεύρεις πόσον η μητέρ' ανησυχούσεν όταν έλειπες. Και δεν φθάνει που ανησυχούσεν εκείνη, μόνον δεν άφηνε και τον κόσμο στην ησυχία του. Ποιος περνά να τον σταματήσει μέσ' στον δρόμο· ποιος έφθασεν από πουθενά, να πα να τον ρωτήσει μη σε είδαν, μη σε άκουσαν. Την ξεύρεις. Ένα πρωί πρωί ετρυγούσαμε τα πεπόνια στο χωράφι. Έξαφνα βλέπει ένα διαβάτη που περνούσε. Δεν τον αφήνει να πάγει στη δουλειά του, μόνο τρέχει στην φράκτη:

— Ώρα καλή, θειε!

— Πολλά τα έτη, κυρά!

— Από την Ευρώπη έρχεσαι;

— Όχι, κυρά, από το χωριό μου. Και πού είν' αυτή η Ευρώπη;

— Να, ξεύρω κι εγώ; αυτού που είναι το παιδί μου. Δεν άκουσες να λένε τίποτε για το παιδί μου;

— Όχι, κυρά. Και πώς το λένε το παιδί σου;

— Αμ' ξέρω και γω μαθές; Ο νουνός του το βάφτισε Γιωργί και πατέρας του ήτανε ο Μιχαλιός ο πραματευτής, ο άνδρας μου. Μα κείνο, ακούς, επρόκοψε και πήρεν ένα όνομα από τα περιγραμμάτου·* και τώρα, σαν το γράφουνε μέσ' στες εφημερίδες, δεν ηξεύρω κι εγώ η ίδια, το παιδί μου είναι μαθές που λένε, ή κανένας φράγκος!

— Την ιστορία, Μιχαήλε! την ιστορία του Τούρκου! διέκοψα εγώ ανυπομόνως.

— Στάσου δα! είπεν εκείνος. Η ιστορία ήλθεν ύστερ' από την κουβέντα. Ύστερ' από την κουβέντα, βλέπεις τη μητέρα και κόφτει το πιο καλό, το πιο μεγάλο πεπόνι.

— Αμ' δεν παίρνεις κάνα πωρικό από τον κήπο μας, θείε;

— Ευχαριστώ, κυρά, δεν έχω τόπο να το βάλω.

— Δεν πειράζει, θείε, το καθαρίζω και το τρώγεις.

— Ευχαριστώ, κυρά, με κρατεί κοιλόπονος.

— Έλα να χαρείς, κάμε μου την χάρη. Γιατί, διες, έχω παιδί στην ξενιτιά, κι έχω καρδιά καμμένη. Κι αφού δεν μπορώ να το στείλω στο παιδί μου, φα' το καν του λόγου σου που είσαι ξένος. Ίσως το 'βρει κι εκείνο από κανέναν άλλονε.

Ο άνθρωπος έχασε την υπομονή του.

 Ντζάνουν* καλά, χριστιανή για! μα σαν έχεις παιδί στην ξενιτιά, τι σε φταίγω εγώ να βάλω, έτσι θεονήστικος, όλην αυτή την χολέρα μέσ' στο στομάχι μου! Μη θαρρείς πως εβαρέθηκα τη ζωή μου; Εγώ έχω γυναίκα που με καρτερά, κι έχω παιδιά να θρέψω. Μα σαν θέλεις και καλά να χρησιμοποιήσεις το πεπόνι σου, στείλε το στου γερο-Μούρτου το χάνι. Εκεί κοντά ένας ξένος παλεύει με τον θάνατο, θερμασμένος εδώ και τρεις εβδομάδες. Άμα γευθεί αυτή τη χολέρα, πίστεψέ με, θα γλυτώσει και αυτός από τη θέρμη και η θέρμη απ' αυτόνε.

— Τέλος πάντων! του είπα, ετελείωσαν τα επεισόδια; Άρχισε πλέον την ιστορία!

— Στάσου δα! απήντησεν εκείνος πειρακτικώς. Μήπως είμεθα εις την Ευρώπην που πουλούν το κρέας δίχως κόκκαλα; Σε λέγω την ιστορία καθώς εγένηκεν. Αν δεν σ' αρέσει, άφησέ την κατά μέρος. Πάμε να διούμε την χανούμισσα!

— Σε ήθελα να είσαι από πουθενά, εξηκολούθησεν έπειτα, να ιδείς την μητέρα, όταν το άκουσε. — Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! — Και έπεσε το πεπόνι από τα χέρια της, κι έγινε σαν πίτα! Κι έσιαξε το φακιόλι στο κεφάλι της, κι επήρε τον δρόμο. Δηλαδή τα σπαρμένα και τ' άσπαρτα χωράφια κατ' ευθείαν για να φθάσει όσον το δυνατόν γρηγορότερα. Εγώ που την ήξευρα, την αφήκα να πάγει. Μα σαν επροχώρησε καμπόσο και είδε που δεν το εκούνησα, εγύρισε πίσω θυμωμένη και:

— Τι χάσκεις απ' αυτού, μωρέ πολλακαμένε;* — εφώναξε. — Ε; φυλάγεις να το πω για να σαλέψεις;

Αν σε βαστά μην την ακολουθείς. Θα ήταν καλή να με φακιολίσει* με καμιά βωλάκα.* Αφήκα λοιπόν την δουλειά μου, κι έπεσα καταπόδι της. Πού να την φθάσεις! Βρε αγκάθια, βρε χανδάκια, βρε φράχτες — δεν έβλεπε τίποτε. Τίποτε άλλο, παρά του γερο-Μούρτου τον σκεπό που εκοκκίνιζε μακριά μέσ' στα σπαρμένα.

Σαν έφθασε κοντά, άρχισαν τα γόνατά της να τρέμουν κι εκάθισε σε μια πέτρα.

— Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! Και πώς δεν μου το είπες πως ήταν ένας άρρωστος δωπέρα;

— Αμ' τι να σε το πω! Μήπως είσαι γιατρός για να τον γιάνεις; Εκείνο, ως και ο παπα-Δήμος, που τ' άκουσε, δεν επήγε να τον δει. Γιατ' είναι, λέγει, Τούρκος, κι οι Τούρκοι δε πληρώνουν για ευχέλαιο.

— Τούρκος είπες; εφώναξε τότε, και ήλθεν ολίγο στην θωριά της. — Σαν είναι Τούρκος — Δόξα σοι ο Θεός! Είχα μια φοβέρα μήπως ήταν το Γιωργί μας!

— Κρίμα που δεν σου το είπα πρωτύτερα, μητέρα, να μη χαλάσεις του κόσμου τα χωράφια και να κάμεις τα πόδια σου κόσκινο μέσ' στ' αγκάθια. Από τη βία σου, μ' έκανες να πάρω τον δρόμο αξυπόλυτος. — Μα κείνη, στο μεταξύ, ξανακίνησε προς του Μούρτου το χάνι.

Εκεί που έπεσα πάλι καταπόδι της, κι επήγα να πηδήξω ένα χανδάκι, ακούω κάποιον και βογκά. Στρέφω και θωρώ, ένας Τούρκαρος χαμαί, με κίτρινο πρόσωπο, με κόκκινα μάτια! Έτσι εύκολα που γελώ στη ζωή μου, ποτέ δεν εγέλασα για άρρωστον άνθρωπο.

Κι εκείνη την ημέρα δεν ημπόρεσα να βασταχθώ, γιατί, δεν ηξεύρεις. Εδώ ήταν μια βάτος, κι εδώ μια αγριαγγινάρα. Κι ο Τούρκος, που παράδερνε παραλαλώντας εις την μέση, εγύριζε στη βάτο, και της έκαμνε τεμενάδες, και την γλυκομιλούσε, και της έκαμνεν εργολαβία. Εγύριζε στην αγριαγγινάρα κ' έτριζε τα δόντια, κι αγρίευε τα μάτια, κι εσήκωνε με βρισιές το χέρι του, να της κόψει το κεφάλι! Τα μεγάλα του λόγια από την μια και η αδυναμία του από την άλλη ήτανε να σκάσεις από τα γέλια. Μα σαν ήλθεν η μητέρα και με είδε, σου έκαμεν ένα θυμό! ένα θυμό! Θεός να σε φυλάγει!

— Τι στέκεις και γελάς αυτού, βρε χάχα; Ε; τι στέκεις και γελάς! Ο άνθρωπος ψυχομαχά, και συ το χαίρεσαι; Πιάσ' από κεινά! Φορτώσου τον στην ράχη σου!

— Καλέ, χριστιανή, αυτός είναι μιάμιση φορά μακρύτερος από μένα, πώς θέλεις να τον φορτωθώ στην ράχη μου!

— Πιάσ' απ' εκεινά, σε λέγω, γιατί ξέρεις;

Αν σε βαστά μην το κάμεις! Έπιασα λοιπόν και με φόρτωσε τον Τουρκαλά στην ράχη μου κι επήραμε τον δρόμο.

Ο γερο-Μούρτος έλιαζε την κοιλιά του έξω από τη θύρα του χανιού. Σαν μας είδε, εγέλασε βαθιά μέσ' στον λαιμό του κι εφώναξεν;

— Ωρέ, δεν μου φορτώνεσαι κάλλιο κειο τον ψόφιο γάδαρο, για να κερδαίσεις καν τα πέταλά του, μόνο σκομαχάς έτσι στα χαμένα για να πας την λοιμική στο σπίτι σου;

Εγώ δεν απηλογήθηκα γιατί, καταλαμβάνεις, αναπνοή για χωρατά δεν μ' επερίσσευε. Μα η μητέρα, την ξεύρεις την μητέρα. Του εδιάβασε τον εξάψαλμο για την απονιά του!

Σαν τον εφέραμε στο σπίτι, εστρώσαμε το στρώμα του Χρηστάκη και τον επλαγιάσαμε. Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με τες πραματειές επάνω στ' άλογο. Ήτανε πριν ανοίξει το μαγαζί του. Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κι έρριψε την κάπα του εις της θειας μας το σπίτι, στο Κρυονερό. Η μητέρα τον εμάλωνε πάντοτε για τες ακαταστασίες του, κι εκείνος ο μακαρίτης αφορμήν εγύρευε για να ξωμένει, να ζει του κεφαλιού του. Εφτά μήνες είχαμε τον άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλιό μας. Ώσπου αναγκάσθηκεν η μητέρα να τον στείλει μαζί μου στην Πόλη, πριν γιατρευθεί όλως διόλου.

— Και πώς είχε ξεπέσει στο χωριό μας, ηρώτησα εγώ. Και πώς συνέβη ν' αρρωστήσει;

— Χουμ! είπεν ο αδελφός μου ξύων την κεφαλήν του. Αυτό κι εγώ μόνον άκρες μέσες το γνωρίζω. Μήπως μ' άφηκε μαθές η μητέρα να τον ερωτήσω, καθώς ήθελα;

— Άνθρωποι είμεθα, έλεγε, και οι αρρώστιες είναι για τους ανθρώπους. Αλίμονο σ' όποιον δεν έχει ποιος να τον κοιτάξει! Και ποιος ηξεύρει, αν αυτήν την ώρα και το Γιωργί μας δεν είν' άρρωστο στην ξενιτιά, χωρίς κανένα εδικό στο πλάγι του! Μην κάθεσαι λοιπόν και μου ψιλορωτάς τον άνθρωπο, μόνο γιάνε τον πρώτα!

Ο Κιαμήλης είναι καλός, πολύ καλός ο καημένος, εξηκολούθησεν ο αδελφός μου, και πολλές φορές άνοιξε μονάχος του να με πει το πώς αρρώστησε. Μα όσες φορές το δοκίμαζε τόνε ξανάπιανεν η θέρμη.

Εδώ μας διέκοψεν εισελθούσα η μήτηρ μου μετά των ξένων της. Η κοντή και πως* εύσωμος Οθωμανίς είχε τακτοποιημένον το λευκότατον αυτής γιασμάκιον* και συνεκράτει επί το κοσμιώτερον τον μαύρον και μακρόν αυτής φερετζέν, υπό τον ποδόγυρον του οποίου μόλις έβλεπες τα μυτωτά και κίτρινα «παπούτσια» της. Αλλά βαθείαν εντύπωσιν μοι ενεποίησε τώρα η ωχρά και μελαγχολική του Κιαμήλ όψις, τα χαρακτηριστικά της οποίας μοι εφάνησαν τόσον ήμερα, τόσον ηδέα* ώστ' εκέρδισεν ούτως ειπείν εξ εφόδου την συμπάθειάν μου. Τούτο δεν διέφυγε την προσοχήν της μητρός, ήτις εγνώριζε την προς τους Τούρκους αντιπάθειάν μου. Δι' αυτό ατενίσασα φιλοστόργως προς αυτόν ενώ μοι τον παρουσίαζεν.

— Ο αρίσκος* ο Κιαμήλης!, είπεν, είναι πολύ, πολύ καλό παιδί. Τρώγει και κόλλυβα· πίνει και αγίασμα· φιλά και του παπά το χέρι· τι να κάμει! Όλα για να γειάνει.

Οι οφθαλμοί της μητρός του επληρώθησαν δακρύων. Μόλις δε τοις απέτεινα δύο τρεις λέξεις εις την γλώσσαν των, και ήρχισαν να με πληρώσιν ευχών κι ευλογιών, επαίνων κι εγκωμίων με τας γνωστάς εκείνας υπερβολάς της τουρκικής εθιμοτυπίας. Αλλ' η μήτηρ μου διακόψασα τον χείμαρρον της ρητορικής αυτών αποτόμως:

— Τώρα καθήστε, είπε, να διούμε τι θα κάνουμε. Η χανούμισσα, παιδί μου, έχει ένα γιο στον Ζαπτιέ,* που είναι από τους πρώτους ανακριτάδες. Της είπα την συμφορά που μας εγίνηκε· θα τον βάλει να μας εύρει τον φονιά! Η καημένη! δεν ηξεύρεις τι καλή που είναι! Τι κρίμα, που δεν το ήξευρα να έρθω πρωτύτερα στην Πόλη! Ως τα τώρα θα τον είχα τρεις φορές κρεμασμένο, και θα ήμουν απ' αυτή την μεριά τουλάχιστον ήσυχη!

 

Γ. Βιζυηνός, «Μοσκώβ Σελήμ» [πηγή: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Λυκείου]  «Κεσέμι» (μανιάτικο δημοτικό τραγούδι)  G. K. Chesterton, «Πώς να γράψετε μια αστυνομική ιστoρία»  Αγκάθα Κρίστι, «Δέκα μικροί νέγροι» (θεατρική διασκευή της ιστορίας μυστηρίου της Αγκάθα Κρίστι) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]


εγώ αυτός: εγώ ο ίδιος.
φείδομαι: λυπάμαι, φροντίζω.
σκέμμα: σκέψη, συλλογισμός.
εντρύφησις: απόλαυση, ευχαρίστηση.
παρακύπτω: σκύβω πλάγια και κοιτώ.
συνωφρυωμένος: κατσουφιασμένος.
ερίζω: φιλονικώ.
λευκοσάρικος: με λευκό σαρίκι.
σοφτάς: Τούρκος ιεροσπουδαστής.
περιπτυγμός: εναγκαλισμός.
βαλινδέ: (λ. αραβική) μητέρα. Ειδικά μητέρα σουλτάνου που είχε εξαιρετικές τιμές και προνόμια στα σουλτανικά παλάτια.
ενεός: άναυδος από έκπληξη.
σπολλάτη: (εις πολλά έτη), ευχαριστώ.
ασμένως: ευχαρίστως, με ευχαρίστηση.
κατά τρόπον όλως ίδιον αυτώ: με δικό του, τελείως ξεχωριστό τρόπο.
έτι μάλλον: ακόμη περισσότερο.
περιγραμμάτου: τα σχετικά με τη μόρφωση, τα γράμματα.
ντζάνουν: (λ. τουρκική) ψυχή μου.
πολλακαμένε: καημένε.
φακιολίζω: βάζω το φακιόλι.
βωλάκα: χοντρός βόλος από χώμα.
πως: κάπως.
γιασμάκιον: (λ. τουρκ.) σκέπασμα του προσώπου που άφηνε μόνο τα μάτια ακάλυπτα.
ηδέα: γλυκά.
αρίσκος: (χαϊδευτικό) ο καημένος.
ζαπτιές: (λ. τουρκ.) αστυνόμος, χωροφύλακας.

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Μέσα από το διάλογο αποκαλύπτονται οι χαρακτήρες των προσώπων και η σχέση και οι δεσμοί ανάμεσά τους. Να τους βρείτε και να παρακολουθήσετε πώς γίνεται αυτό.
  2. Στην πρώτη σελίδα του αποσπάσματός μας ο συγγραφέας προσπαθεί να καθησυχάσει τη μάνα του. Γιατί δεν μπορεί να το πετύχει;
  3. Ποιον τρόπο ακολουθεί στην αφήγησή του ο αδελφός του συγγραφέα; Ποια είναι τα αποτελέσματα της μεθόδου αυτής;
  4. Πώς κατορθώνει ο συγγραφέας να δημιουργήσει κωμική κατάσταση μέσα από την τραγικότητα του πληγωμένου Τούρκου;
  5. Με ποιες φράσεις, στις δυο τελευταίες σελίδες, προοικονομεί ο συγγραφέας ότι ο Κιαμήλης είναι φονιάς;

εικόνα

 


ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΠΕΡΙΚΛΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΕ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΣΗ

Καὶ μὴν καὶ 

Και πέρα από αυτά

τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα

φροντίσαμε να εξασφαλίσουμε για το πνεύμα μας

πλείστας ἀναπαύλας τῶν πόνων,

πάρα πολλούς τρόπους ανάπαυσης από τους κόπους,

νομίζοντες

τελώντας

ἀγῶσι μέν γε καὶ θυσίαις διετησίοις,

αγώνες και γιορτές με θυσίες που γίνονται σε όλη τη διάρκεια του έτους,

ἰδίαις δὲ κατασκευαῖς εὐπρεπέσιν,

και με σπιτικά για τον εαυτό του ο καθένας περιποιημένα,

ὧν καθ’ ἡμέραν ἡ τέρψις
τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει.

η ευχαρίστηση που μας δίνουν αυτά κάθε μέρα διώχνει μακριά τη λύπη.

ἐπεσέρχεται δε

επιπλέον εισάγονται

ἐκ πάσης γῆς τὰ πάντα

από κάθε χώρα τα πάντα

διὰ τὸ μέγεθος τῆς πόλεως,

εξαιτίας του μεγέθους της πόλης μας,

καὶ ξυμβαίνει ἡμῖν

και συμβαίνει σε εμάς

καρποῦσθαι 

να απολαμβάνουμε

τὰ αὐτοῦ ἀγαθὰ

τα αγαθά που παράγονται εδώ

μηδὲν οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει

με την ίδια ευκολία

ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.

με την οποία χαιρόμαστε και τα αγαθά των άλλων ανθρώπων.

 

 

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΠΕΡΙΚΛΗ

Κεφάλαιο 37

Χαρακτηριστικά αθηναϊκού πολιτεύματος. Η σχέση πολίτη με κράτος-νόμους-συμπολίτες.

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Δομή κεφαλαίου

1.      Τα θεμελιώδη γνωρίσματα του πολιτεύματος της Αθήνας: Ονομασία. Αιτιολόγηση. Ισοπολιτεία . αξιοκρατία.

2.      Λειτουργία πολιτών: Ελευθερία στις σχέσεις με συμπολίτες. Πολιτική ελευθερία.

Τα εξωτερικά στοιχεία του πολιτεύματος

·        Δημιούργημα των Αθηναίων

·        Πρωτότυπο (δεν αποτελεί αντιγραφή ή μίμηση άλλων)

·        Παράδειγμα (αποτελεί πρότυπο για τις άλλες πόλεις)

Οι αρχές του πολιτεύματος

·        Στηρίζεται στην πλειοψηφία και όχι στους λίγους

·        Ισοπολιτεία (ισότητα απέναντι στους νόμους)

·        Αξιοκρατία (ασκούν αξιώματα όσοι το αξίζουν)

·        Αξιώματα για όλους (πλούσιους και φτωχούς)

·        Ελευθερία

Ορισμός της δημοκρατίας.

Δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο η εξουσία βρίσκεται στα χέρια της λαϊκής πλειοψηφίας των γνήσιων Αθηναίων πολιτών. Λειτουργεί με τη διαδικασία της ψήφου, του κλήρου ή κάποιας σειράς. Οι πολίτες είναι ελεύθεροι και ίσοι απέναντι στους νόμους, ενώ στα αξιώματα ανέρχονται οι άξιοι, ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης.

Διαπροσωπικές σχέσεις των Αθηναίων: Σύμφωνα με τον Περικλή οι σχέσεις των Αθηναίων διέπονται από ελευθερία. Επιχειρήματα:

·        Οι Αθηναίοι είναι απαλλαγμένοι από την αμοιβαία καχυποψία στις καθημερινές απασχολήσεις τους. (υπαινιγμός στη Σπάρτη)

·        Δεν δυσανασχετεί ο ένας κατά του άλλου

·        Υπάρχει μεταξύ των πολιτών ειλικρινής ανεκτικότητα

«… ελευθέρως τα προς το κοινον πολιτεύομεν – δια δέος μάλιστα ου παρανομουμεν…»

Οι Αθηναίοι είχαν μεγάλη ελευθερία και στη σχέση τους με το κράτος, το οποίο τους παρέχει την ελευθερία ως δημοκρατικό δικαίωμα του πολίτη, αλλά και στην επικοινωνία μεταξύ τους. Όμως αυτή η ελευθερία πρέπει να περιορίζεται από νόμους, στους οποίους οι Αθηναίοι εκδηλώνουν την πειθαρχία τους με την υπακοή στους εκάστοτε άρχοντες και στους νόμους που ισχύουν. Η υπακοή στους νόμους προκύπτει γιατί υπάρχει ο φόβος της ποινής. Όμως ο Αθηναίος πειθαρχεί στους νόμους και στους άρχοντες δια δέος , δλδ. από εσωτερικό σεβασμό και από το υψηλό φρόνημα του χρέους απέναντι στην πολιτεία και στους νόμους που αυτή έχει. (υπαινιγμός για Σπάρτη που είχε αυστηρούς νόμους  και λειτουργούσαν καταναγκαστικά).

 

Οι ασκήσεις:

1.   Να βρείτε και να αναγνωρίσετε το είδος του υποθετικού λόγου στα παρακάτω παραδείγματα.

 

1.1. Εἰ μὲν ἐν τῷ δικαστηρίῳ ἐκρίνοντο, ῥᾳδίως ἂν ἐσῴζοντο.

1.2. Ἐὰν δὲ τοὺς ἐπιφανεστάτους τῶν ἐξαμαρτανόντων τιμωρῆσθε, πάντες πεύσονται.

1.3. Ἔσται δ’ αὐτὸς ἑαυτῷ ἕκαστος αἴτιος, ἐὰν δεῦρο ἀναβῇ καὶ ἀναισχυντῇ.

1.4. Εἰ μὲν ἤρεσκέ τί μοι τῶν ῥηθέντων, ἡσυχίαν ἂν ἦγον.

1.5. Ἂν δὲ σιωπῶ, ἔφη, οὐκ ἄρ’ οἰμώξομαι;

1.6. Εἰ μὴ ποιήσουσι ταῦτα, ἔσονται ἔκσπονδοι.

1.7. Εἰ νῦν γε ἐξαπατηθείητε ὑπὸ τούτων καὶ δημεύσαιτε τὴν οὐσίαν ἡμῶν, οὐδὲ δύο τάλαντα λάβοιτ’ ἄν.

1.8. Εἰ δὲ μὴ ἦν τοιοῦτος ὁ πατὴρ, οὐκ ἂν ἐκ πολλῶν ὀλίγα κατέλιπεν.

1.9. Ἐάν τις τὸν ἥλιον ἀναιδῶς ἐγχειρῇ θεάσασθαι, τὴν ὄψιν ἀφαιρεῖται.

1.10 Ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ, δικαίως τιμωρηθήσεται.

1.11. Ἐξῆν ὑμῖν ἐπικουρεῖν αὐτοῖς, εἰ ἐβούλεσθε.

 

 

2.   Να μετατρέψετε τους παρακάτω υποθετικούς λόγους στο είδος που ζητείται.

 

2.1. Εἰ ψεύδομαι, Σώκρατες, ἐξέλεγχε.

Να γίνει μετατροπή στο μη πραγματικό.

 

2.2. Ἢν ἐθέλωμεν ἀποθνῄσκειν ὑπὲρ τῶν δικαίων, εὐδοκιμήσομεν.

Να γίνει μετατροπή στην απλή σκέψη του λέγοντος.

 

2.3. Εἰ σὺ βούλει, ἐπανέλθωμεν.

Να γίνει μετατροπή στην αόριστη επανάληψη στο παρελθόν.

 

2.4. Τῶν ἐχθρῶν εἴ τινα λάβοιεν, ἀπέκτεινον.

Να γίνει μετατροπή στο προσδοκώμενο.

 

2.5. Εἰ τοῦτο ποιεῖς, τὴν πόλιν βλάπτεις.

Να γίνει μετατροπή στο μη πραγματικό.

 

2.6. Εἰ μὴ εἴχομεν φῶς, ὅμοιοι τοῖς τυφλοῖς ἂν ἦμεν.

Να γίνει μετατροπή στην απλή σκέψη του λέγοντος.

 

2.7. Εἰ δὲ τοῖς λόγοις πείθοισθε τοῖς ἐμοῖς, ὅλην τὴν Ἑλλάδα καλῶς ἂν διοικοῖτε.

Να γίνει μετατροπή στην αόριστη επανάληψη στο παρόν – μέλλον.

 

2.8. Ἐὰν ἀντέχῃ τὰ τῶν Ὀλυνθίων, ὑμεῖς ἐκεῖ πολεμήσετε.

Να γίνει μετατροπή στο πραγματικό.

 

2.9. Οὐδὲ ζώῃ ἄν τις, εἰ μὴ τρέφοιτο.

Να γίνει μετατροπή στο μη πραγματικό.

 

2.10. Ἐάν τις φανερὸς γένηται κλέπτων ἢ λωποδυτῶν […], τούτοις θάνατός ἐστιν ἡ ζημία.

Να γίνει μετατροπή στο προσδοκώμενο.

 

 

3.   Να αναγνωρίσετε το είδος των υποθετικών λόγων.

 

Ἂν μὴ πιστεύητε, πέμψατε πρέσβεις Ἀθήναζε.

 

Ἄν τι συμβῇ τοιοῦτον, μέμνημαι τοῦ πατρός.

 

Φαίη ἂν ἡ θανοῦσα, εἰ φωνὴν λάβοι.

 

Ἡ μὲν φύσις, ἂν ᾖ πονηρὰ, πολλάκις φαῦλα βούλεται.

 

Εἰ τοῦτο πάντες ἐποιοῦμεν, ἅπαντες ἂν ἀπωλόμεθα.

 

Πάντων ἀθλιώτατος ἂν γενοίμην, εἰ φυγὰς ἀδίκως καταστήσομαι.

 

Σωκράτης οὐκ ἔπινε, εἰ μὴ διψῴη.

 

Ἂν μή τι κατὰ γνώμην ἐκβῇ, ἐν ὀργῇ ποιεῖσθε.

 

Εἰ Ἀγησίλαος τοὺς νέους σπουδαίους γυμναζόμενους ἴδοι, ἐπῄνεσεν ἄν.