Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2020

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣ (1893-1987)

 

Ο τέταρτος άντρας (απόσπασμα)

 

Η αδελφή των Κοντραίων έπεσε σε βαρύ σφάλμα. Αγάπησε με όλη την τρέλα των εικοσιδυό της χρόνων τον Κωστάκη Ντούφη και του παραδόθηκε […]. Όταν αισθάνθηκε το σφάλμα της αξίωσε απ’ τον Κωστάκη μέσα σε οχτώ μέρες να την ζητήσει απ’ τ’ αδέλφια της. Κι όταν είδε πως οι οχτώ μέρες πέρασαν χωρίς να κάμει έτσι, μα και πως την απόφευγε συστηματικά, τότε δε δίστασε καθόλου να τα μαρτυρήσει όλα στη μάνα της για να πάρει το ζήτημα μια λύση. Τ’ αδέρφια της έγιναν έξω φρενών. Ζήτησαν να τη σκοτώσουν αμέσως. Και θα τη σκότωναν. Μα η μάνα πρόβλεψε και την έδιωξε στην αδερφή της.

«Να μην ξαναπατήσει στο σπίτι η άτιμη θα τη σφάξω ανάποδα!»

«Στο σουβλί θα την περάσω!»

«Θα την μαδήσω ζωντανή!» κάθε αδερφός κι απόναν σκληρό θάνατο της απειλούσε. Μόνον ο πιο μικρός, ο τέταρτος, δε μιλούσε, παρά, καθώς αντίκριζε την πρωτόφανη άγρια τρικυμία του σπιτιού του, έτρεμε σύγκορμος κι έκλαιγε μαζεμένος σε μια άκρη. Ήταν παιδί δεκάξι χρονών και κανείς δεν πρόσεχε σε δαύτο, ούτε περίμενε απ’ αυτό άλλη βοήθεια περισσότερη απ’ τα φοβητσιάρικα δάκρυά του.

Αποφασίστηκε, ο Σωτήρης, ο μεγαλύτερος, να πιάσει τον Κωστάκη και να του απαιτήσει ορθά κοφτά σε τρεις μέρες μέσα ν’ αρραβωνιάσει την προσβλημένη αδελφή τους.

Αν αρνιόταν, τότε θα λάβαιναν άλλην απόφαση. Ο Κωστάκης ορφανό πλουσιόπαιδο, μονάκριβος γιος μιας διαβολεμένης χήρας, που κρατούσε την περιουσία  του άντρα της καλύτερα κι απ’ όταν ζούσε ο ίδιος, δεν είχε δική του γνώμη και θέληση. Αν και πάτησε τώρα πια τα είκοσι πέντε, δεν έλεγε και δεν έκανε παρά ό,τι κανοναρχούσε η μητέρα του. Γλεντούσε όταν, όπου κι όπως ήθελε εκείνη. Πήγαινε με τους φίλους που του διάλεγε. Ζούσε τη ζωή που του είχε κανονίσει. Τα είχε όλα στο χέρι, για τίποτα δε φρόντιζε, κι όσο για την περιουσία του, ήταν ένας απλός υπάλληλος της μητέρας του. Η πρώτη λεύτερη, αυτόβουλη και μυστική απ’ τη μητέρα του πράξη, ήταν ο έρωτάς του με τη Φωτεινή. Αυτός σπάζει πάντα τις αλυσίδες και των σκλαβωμένων κοριτσιών και των υποταγμένων αγοριών. Ήταν φυσικό κι επόμενο στο πρώτο απόχτημα της λευτεριάς του να μη λογαριάσει τίποτα, να μην κρατηθεί πουθενά. […]

Τη μέρα που τον φώναξε ιδιαίτερα ο Σωτήρης το προαίσθημά του έγινε βαρύτερο. Κάτι του απάντησε, ούτε ναι ούτε όχι, δεν ξέρει τίποτα, όμως τη θέλει την αδερφή του μα πρέπει να θελήσει κι η μητέρα του, αλλιώς πώς να το κάνει.

― Αυτές δεν είναι αντρίκιες κουβέντες!... Εκείνο που μας έκανες όμως είναι  αντρίκιο και πολύ αντρίκιο μάλιστα… Δεν έχω να κάμω με τη μητέρα σου τίποτα. Έχω μ’ εσένα… Σε τρεις μέρες περιμένουμε τον αρρεβώνα της αδερφής μας. Αλλιώς  είμαστε τρεις… μπορεί να λείψει ο ένας. Μα κι εσύ δε χωράς άλλο στον απάνω κόσμο!...

― Με φοβερίζεις;…

― Κάθε άλλο. Σε τέτοια ζητήματα δεν πάνε φοβέρες!... Σ’ αφήνω στην καλή σου διάθεση και σε προειδοποιώ…

― Δεν παραδέχομαι τίποτα απ’ όσα μου λες…

― Τότε μας κοροϊδεύει η αδερφή μας και πρέπει να σφάξουμε αυτήν πρώτα…

― Όχι! Όχι! Αν η μητέρα μου παραδεχτεί… την αδερφή σου εγώ θα την πάρω.

― Η μητέρα σου;… Δεν ξέρω!... Σε τρεις μέρες περιμένουμε τον αρρεβώνα. Τίποτ’ άλλο!...

Σε τρεις μέρες. Δε γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να το πει της μητέρας του.

― Ξέρεις μητέρα θέλω να παντρευτώ!

― Μακάρι κι απόψε παιδί μου.

― Πρέπει να βρω νύφη…

― Σου ‘χω διαλέξει την καλύτερη…

― Μα τώρα που διάλεξα κι εγώ;…

― Πες μου. Μπορεί να ‘ναι κι η ίδια…

― Η Φωτεινή του Κόντρα…

― Σε καλό σου!... Πιο κάτω δεν κατέβαινες;… Δεν έχουμε αρχοντοπούλες στον τόπο μας όμορφες, πλούσιες και καλές;…

― Αυτήν αγαπώ!

― Μωρέ σόι κι άνθρωπο που διάλεξες!...[…]

Το βράδυ στο σπίτι ξανάγινε η ίδια σκηνή. Όταν μαζεύτηκαν και τα τρία παιδιά, η μάνα, συδαυλίζοντας τη φωτιά στο τζάκι, ρώτησε χωρίς να τους κοιτάζει.

― Τι θα κάνουμε;

― Να βάλουμε απόψε κλήρο… είπε κάποιος.

― Τι κλήρο και ξεκλήρο! είπε ο άλλος. Να πάει ένας από μας… όποιος!...

― Δεν ξέρω… είστε τρεις άντρες! ξαναείπε μηχανικά στερεότυπα η μάνα.

― Φκιάστε τρεις κλήρους! είπε ο μεγαλύτερος!

Μπήκε ο Λευτέρης με το δίκαννο. Τους κοίταξε περιφρονητικά, ακούγοντας το στερνό λόγο.

― Οι κλήροι ήταν τέσσεροι!..., τους είπε. Και βγήκε ο δικός μου.

Η μάνα τινάχτηκε απ’ το παραγώνι μ’ ένα δαυλί στο χέρι. Οι τρεις αδερφοί πισωπάτησαν αποσβολωμένοι.

― Πώς είπες;

― Τον σκότωσα με το δίκαννο την ώρα που γύριζε απ’ το κτήμα… «Μάνα μου… Φωτεινή μου!», φώναξε καθώς έπεφτε απ’ τ’ άλογο…

― Εσύ!

Η μάνα πέταξε το δαυλί στο τζάκι, χύμηξε, αγκάλιασε το Λευτέρη και τον φίλησε σφιχτά.

― Όλους θα μας πιάσουν τώρα… είπε ο μεγαλύτερος. Θα πούνε πως εμείς σε  βάλαμε!...

 

(Ανθολογία Νεοελληνικού διηγήματος, τ. Α΄, Αναγέννηση-Φιλολογική)

 

κανοναρχούσε: υπαγόρευε, του έλεγε τι να κάνει

συδαυλίζω και συνδαυλίζω: ανακινώ τα ξύλα για να δυναμώσει η φλόγα

παραγώνι: ο χώρος μπροστά στο τζάκι



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.